ευκατηγόρητος

ευκατηγόρητος
εὐκατηγόρητος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες
2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-ηγορητος (< κατ-ηγορώ), πρβλ. α-κατ-ηγόρητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐκατηγόρητος — easy to blame masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατηγόρητον — εὐκατηγόρητος easy to blame masc/fem acc sg εὐκατηγόρητος easy to blame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατηγορήτους — εὐκατηγόρητος easy to blame masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατηγορήτων — εὐκατηγόρητος easy to blame masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”