- ευκατηγόρητος
- εὐκατηγόρητος, -ον (Α)1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-ηγορητος (< κατ-ηγορώ), πρβλ. α-κατ-ηγόρητος].
Dictionary of Greek. 2013.